Αφού έπεσε η πόλη του Πριάμου και τελείωσε ο δεκάχρονος Τρωικός πόλεμος, ξεκίνησαν τα πλοία των Αχαιών για να γυρίσουν στην πατρίδα. Όμως, οι θεοί του Ολύμπου ήτανε θυμωμένοι, γιατί μέσα στην Τροία οι Αχαιοί έκαψαν τους ναούς τους.

Γι’ αυτό, τους έστειλαν ανέμους δυνατούς και άγρια θαλασσοταραχή, για να δυσκολέψουν το ταξίδι τους. Όλοι, όμως, γύρισαν γρήγορα στα σπίτια τους. Μόνο ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος βασιλιάς απ’ την Ιθάκη, περιπλανήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια σε θάλασσες και σε χώρες μακρινές και πέρασε πολλές ταλαιπωρίες, ώσπου να φτάσει στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Τις περιπέτειες του Οδυσσέα, μέχρι την επιστροφή του στην Ιθάκη, μάς τις λέει ο Όμηρος στο έργο του «Οδύσσεια».

Ο Οδυσσέας έφυγε με δώδεκα καράβια από την Τροία. Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεμοι τους έφεραν στο νησί των Κυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έμειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι. Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας με δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν μία θεόρατη σπηλιά και μπήκαν μέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία με γάλα και καλάθια με τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίμεναν να’ ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν, όμως, τρόμαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα μονάχα μάτι στο μέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς μ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.

Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς;» «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουμε απ’ την Τροία,» του είπε ο Οδυσσέας. Αμέσως, ο Πολύφημος άρπαξε δύο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε, ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος, πήρε ένα μακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι μυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.

Το βράδυ γύρισε ο Πολύφημος κι έφαγε και άλλους δύο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί με γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. «Ποιο είναι το όνομά σου;» ρώτησε τον Οδυσσέα. «Κανένα με φωνάζουν,» απάντησε εκείνος. «Εσένα Κανένα θα σε φάω τελευταίο,» ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και μεθυσμένος αποκοιμήθηκε.

Τότε, ο Οδυσσέας κάρφωσε ένα μυτερό κλαδί στο μάτι του Πολύφημου. Εκείνος πετάχτηκε και φώναζε «με τύφλωσε ο Κανένας…» «Αφού κανένας δεν σε τύφλωσε τι φωνάζεις;» απάντησαν και έφυγαν θυμωμένοι όσοι πήγαν να τον βοηθήσουν. Τα ξημερώματα, ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε με τα χέρια απλωμένα για να τους πιάσει. Όμως, ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από τις κοιλιές των κριαριών. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια καθώς έβγαιναν και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι. Έτρεξαν στο καράβι και έφυγαν. Καθώς απομακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας: «Πολύφημε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη.» Ο Κύκλωπας άρπαξε ένα τεράστιο βράχο και τον έριξε στο καράβι μα δεν το χτύπησε. Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που με τύφλωσε μην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, μα αν γυρίσει να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει μόνος, με ξένο πλοίο και εκεί να τον βρουν καινούργιες συμφορές.»

Λεπτομέρειες Προϊόντος

Κωδικός: 01544

Διαστάσεις: 26x19 εκατ.

Χρωματισμοί: Λευκό, Μαύρο, Καφέ